- ὑποδεδιώς
- ὑποδεδιώς, ὁ, ([etym.] ὑποδείδω) Comic name of a bird in Ar.Av. 65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδεδιώς — ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώς masc acc pl (attic epic ionic) ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώς masc nom sg (attic epic ionic) ὑποδείδω shrink in fear under perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδεδιώς — ὁ, Α κωμική ονομασία πουλιού στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεδιώς «φοβισμένος»] … Dictionary of Greek